- συνωθούμαι
- συνωθούμαι, συνωθήθηκα βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συνωθοῦμαι — συνωθέω force together pres ind mp 1st sg (attic epic doric) συνωθέω force together pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωθώ — συνωθῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνωθῶ, έω, Α [ὠθῶ] 1. ωθώ, σπρώχνω πολλά πράγματα μαζί το ένα με το άλλο, στρυμώχνω 2. σπρώχνω κι εγώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον ή άλλους 3. (μέσ. και παθ.) συνωθούμαι και συνωθοῦμαι, έομαι συνωστίζομαι, στρυμώχνομαι … Dictionary of Greek
αμφιέπω — ἀμφιέπω και ἀμφέπω (Α) 1. περιβάλλω, περικυκλώνω 2. (για τραγούδια) στεφανώνω, επιστέφω 3. πιέζω δυνατά 4. ασχολούμαι με κάτι, φροντίζω 5. παρασκευάζω, ετοιμάζω 6. απονέμω τιμή ή σεβασμό 7. φρουρώ, φυλάσσω, προφυλάσσω 8. συχνάζω 9. περιποιούμαι,… … Dictionary of Greek
αμφιπεριστείνομαι — ἀμφιπεριστείνομαι (Α) πιέζομαι, συνωθούμαι από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + περιστείνομαι «στενεύομαι, πιέζομαι»] … Dictionary of Greek
ανειλώ — ἀνειλῶ ( έω) (Α) Ι. ενεργ. 1. ξεδιπλώνω, ανοίγω 2. περιτυλίγω, στριμώχνω II. μέσ. 1. συνωθούμαι, συναθροίζομαι 2. περιορίζομαι, στενοχωρούμαι 3. (για γλώσσα) συμμαζεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ειλώ ( έω) «συνωθώ, συγκεντρώνω, τυλίγω». ΠΑΡ. αρχ … Dictionary of Greek
απειλώ — (I) ἀπειλῶ ( έω) (Α) 1. κρατώ μακριά, απομακρύνω βίαια 2. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω 3. παθ. α) πέφτω σε στενοχώρια β) συνωθούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)* + ειλέω (Ι) «συγκεντρώνω, πιέζω»]. (II) (AM ἀπειλῶ, έω) εκφοβίζω, φοβερίζω νεοελλ. παθ. επίκειμαι ως… … Dictionary of Greek
διαγκωνίζομαι — (Α διαγκωνίζομαι) νεοελλ. 1. προσπαθώ σπρώχνοντας με τους αγκώνες να ανοίξω δρόμο για να περάσω 2. συνωστίζομαι, συνωθούμαι αρχ. στηρίζομαι στον αγκώνα … Dictionary of Greek
εντριμώνομαι — (Μ ἐντριμώνομαι) συνωθούμαι, στριμώχνομαι («κι οι φτωχοί εντριμωνόντανε ομπροστά», Λασκαράτ.) … Dictionary of Greek
επιβρίθω — ἐπιβρίθω (Α) 1. πέφτω επάνω σε κάτι με όλο μου το βάρος, πιέζω με το βάρος μου 2. (για βροχή) πέφτω ορμητικά («πόντῳ ἐπιβρίσασαι ἄελλαι») 3. (για λοιμό ή άλλο κακό) ενσκήπτω 4. (για πλούτο) συσσωρεύομαι 5. (για πλήθος) συνωθούμαι 7. (για εποχή)… … Dictionary of Greek
επισυνδίδωμι — ἐπισυνδίδωμι (Α) (για ρεύμα) συνωθούμαι προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + συνδίδωμι «συνεισφέρω, απλώνομαι»] … Dictionary of Greek